Προτού μπω στην ουσία της επίσκεψης, θα ήθελα να αναφερθώ σε δύο σημεία από τη συνάντηση:
Το πρώτο βγάζει τον μικρομεγαλισμό του Ρώσου Προέδρου, όταν μας ευχήθηκε να βγούμε από την κρίση, την ώρα που το κατά κεφαλήν εισόδημα στη χώρα μας, και μετά την απώλεια του 25%, είναι διπλάσιο της Ρωσίας, με σαφώς μικρότερες εισοδηματικές ανισότητες και ευρύτερο παραγωγικό ιστό από τη χώρα των ολιγαρχών και των γιγάντιων κρατικών μονοπωλίων στην ενέργεια, τους εξοπλισμούς και τον ορυκτό πλούτο, που μέσα σε τρία χρόνια από το εμπάργκο και κυρίως από την πτώση των τιμών των υδρογονανθράκων, το ρούβλι έχασε το 50% της ισοτιμίας του απέναντι στο ευρώ και εκτινάχθηκε ο ήδη υψηλός δείκτης απόλυτης φτώχειας. Μια ακόμη ενδεικτική εικόνα της ρωσικής οικονομίας δίνει το ΑΕΠ της χώρας των 146 εκατ. κατοίκων, το οποίο είναι λίγο μικρότερο της Ισπανίας της κρίσης, της μεγάλης ανεργίας και των 46 εκατ. κατοίκων.
Το δεύτερο είναι η αναφορά του Έλληνα πρωθυπουργού ότι συνεχίζει η χώρα μας τη νέα πολιτική που χάραξαν οι δύο ηγέτες κατά την πρώτη επίσκεψή του στη Μόσχα στις αρχές του 2015, τότε που θα σχίζαμε τα μνημόνια και θα μας έδιναν τα δισ. οι Ρώσοι σε χρήμα και σε είδος, τότε που είπε ότι η Ελλάδα μπορεί να βρει απάνεμο λιμάνι στην Πετρούπολη, αν μας εκβιάσουν οι Ευρωπαίοι εταίροι - μια ακόμη από τις ομολογημένες αυταπάτες.
Κάθε επίσκεψη Έλληνα πρωθυπουργού στη Μόσχα, ή το αντίστροφο, είναι σημαντικό γεγονός, ακόμη και χωρίς τους μύθους που συνοδεύουν τη χώρα αυτήν.
Μέσα από αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε και το πρόσφατο ταξίδι του κ. Τσίπρα στη Ρωσία και γι’ αυτό πρέπει να το θεωρήσουμε θετικό γεγονός, ιδιαίτερα μετά την ένταση στις διμερείς σχέσεις του καλοκαιριού, που οδήγησαν σε απελάσεις διπλωματών.
Όμως, όπως φαίνεται από τις δηλώσεις των δύο ηγετών, δεν είχαν κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα, πέραν της επανάληψης των καλών προθέσεων για τη βελτίωση των διπλωματικών και οικονομικών σχέσεων των δύο χωρών.
Τα περιορισμένα αποτελέσματα της επίσκεψης οφείλονται σε τρεις κυρίως λόγους.
Οι σχέσεις αντιπαράθεσης μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας, που εντάθηκαν με την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014 και το εμπορικό εμπάργκο που επέβαλε η πρώτη σε μια σειρά συναλλαγές με τη δεύτερη. Για να καταλάβουμε το μέγεθος της οικονομικής αλληλεξάρτησης ΕΕ-Ρωσίας και κυρίως της δεύτερης πρέπει να θυμίσω ότι το 50% των εξαγωγών της Ρωσίας, πριν από το εμπάργκο κατευθύνονταν στις χώρες της πρώτης και μειώθηκε μετά το εμπάργκο στο 42%. Ο κυρίως όγκος των εξαγωγών της Ρωσίας είναι υδρογονάνθρακες που είναι η δύναμη, αλλά και η αδυναμία της.
Η στρατηγική απόφαση της ΕΕ με την υποστήριξη των ΗΠΑ να περιοριστεί η ενεργειακή εξάρτησή της από τους υδρογονάνθρακες της Ρωσίας πλήττει στρατηγικά την οικονομία της Ρωσίας, αλλά την αποδυναμώνει και γεωπολιτικά.
Το περιορισμένο εύρος των διμερών οικονομικών σχέσεων, λόγω του μεγέθους των δύο οικονομιών, των περιορισμένων τομέων συνεργασίας και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν αυτές. Η ρωσική οικονομία στηρίζεται κυρίως στους υδρογονάνθρακες και τα ορυκτά, ήταν σε ύφεση αρκετά χρονιά και η ανάπτυξή της την τελευταία διετία είναι αναιμική και οφείλεται αποκλειστικά στην αύξηση της τιμής των υδρογονανθράκων. Όπως τόνισαν και οι δύο ηγέτες, τρεις είναι κυρίως οι τομείς συνεργασίας των δύο χωρών: ο πολιτισμός, ο τουρισμός και η ενέργεια – εκ των οποίων ο τρίτος είναι ο πιο σημαντικός και επηρεάζεται από τις ευρύτερες επιλογές της ΕΕ, όπως και από την ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσει η Ρωσία τα τελευταία χρόνια με την Τουρκία στην ενέργεια (φυσικό αέριο και παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από το πυρηνικό εργοστάσιο που χτίζει η Τουρκία με την υποστήριξη της Ρωσίας).
Όσο και να θέλουν οι δύο πλευρές να αναπτύξουν τις σχέσεις τους, γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να υπερβούν τους τρεις και όχι μόνο αποτρεπτικούς περιορισμούς που υπάρχουν.
Η χώρα μας, όπως τόνισε και ο πρωθυπουργός, ανήκει στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ και αυτό καθορίζει και τις διμερείς σχέσεις της με κάθε τρίτη χώρα, ιδιαίτερα με τη Ρωσία και τις σχέσεις αντιπαλότητας που είχε τον προηγούμενο αιώνα με τη Δύση, αλλά και όπως αυτές επαναπροσδιορίστηκαν μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και την κατάρρευση των καθεστώτων των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης.
Η καλύτερη στιγμή των σχέσεων της ΕΕ με τη Ρωσία υπήρξε το 2003 με την πρώτη ευρωρωσική συνάντηση κορυφής και τη στρατηγική συμφωνία για την οικονομική συνεργασία και την ένταξη της Ρωσίας στη νέα ευρωπαϊκή στρατηγική ασφάλειας.
Η σχέση αυτή σκόνταψε στην ένταξη των 7 χωρών πρώην συμμάχων της Μόσχας στο ΝΑΤΟ το 2004 και την υπογραφή της λεγόμενης «Ανατολικής εταιρικής σχέσης», το 2009, της ΕΕ με τις υπόλοιπες 5 χώρες του απόλυτου ελέγχου από τη Μόσχα (Ουκρανία-Αζερμπαϊτζάν-Αρμενία-Γεωργία-Λευκορωσία).
Η Ελλάδα ενδυνάμωσε τις σχέσεις της με τη Δύση το 2002 με την ένταξή της στο ευρώ και το 2004 με την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, που αποτέλεσε και το νέο εθνικό κεκτημένο στη γεωπολιτική αντιπαράθεσή της με την Άγκυρα και τις διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος.
Η οικονομική κρίση έκανε ακόμη πιο αναγκαία τη σύσφιγξη των σχέσεων με τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον, ιδιαίτερα μετά την κρίση της Συρίας και την ένταση της επιθετικότητας της Τουρκίας απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο με αφορμή τις έρευνες και την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων.
Η χώρα μας ουσιαστικά και πιο έντονα τα τελευταία χρόνια ταυτίζεται απόλυτα με τις επιλογές της Δύσης σε όλα τα μέτωπα τριβής και συγκρούσεων με τη Ρωσία.
Στην Ουκρανία, στη Συρία και ευρύτερα στη Μέση Ανατολή, στη.FYROM και στα Δυτικά Βαλκάνια.
Στα ενεργειακά θέματα, η χώρα μας για έναν ακόμη λόγο, άσχετα αν δεν ομολογείται δημοσίως, είναι απέναντι με τη Ρωσία, γιατί πέραν της επιλογής μείωσης της εξάρτησης από τη Ρωσία της εισαγωγής του φυσικού αερίου, που τώρα καλύπτει κάτι περισσότερο από το 50% των αναγκών μας, θέλει να αξιοποιήσει τους δικούς της υδρογονάνθρακες και φυσικά να συνεργαστεί με την Κύπρο, το Ισραήλ και την Αίγυπτο, για την κατασκευή του υποθαλάσσιου αγωγού Est Met, που θα μεταφέρει το φυσικό αέριο των 4 χωρών στην ΕΕ.
Το σχέδιο αυτό ενισχύει οικονομικά Ελλάδα και Κύπρο και κυρίως τις αναβαθμίζει γεωπολιτικά απέναντι στην Τουρκία, η οποία είναι ο βασικός ανταγωνιστής του υποθαλάσσιου αγωγού, αφού η Άγκυρα φιλοδοξεί να διακινήσει το φυσικό αέριο της Ρωσίας, της Κασπίας και του Ιράν στις αγορές της Νότιας και Κεντρικής Ευρώπης.
Όσο για τις επενδυτικές δυνατότητες της Ρωσίας, αυτές είναι αποκλειστικά κρατικές και περιορίζονται στους εξοπλισμούς, την πυρηνική ενέργεια και τους αγωγούς, τρία πεδία που αναπτύσσει έντονα στην Τουρκία και είναι ευθέως ανταγωνιστικές προς την Ελλάδα και τις στρατηγικές εθνικές και οικονομικές επιλογές της.
eklogika.gr